- λευχαιμικός
- η , ό[ν] страдающий белокровием, лейкемией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευχαιμικός — ή, ό [λευχαιμία] 1. αυτός που αναφέρεται στη λευχαιμία 2. αυτός που πάσχει από λευχαιμία … Dictionary of Greek